ΓΝΩΣΤΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ 3.
Κενός χρόνος. Είχε και ήλιο, βάραγε κατακούτελα. Έκατσε στο μαντρότοιχο να καπνίσει ένα τσιγάρο. Το συνήθιζε να καλύπτει με τσιγάρα τα κενά χρόνου, προτιμούσε το κάπνισμα σε ώρες ηρεμίας.
Κοιτούσε ατάραχος την όψη του απέναντι κτιρίου, γύρω στα έξι με εφτά μέτρα απόσταση από τον εαυτό του. Τράβούσε τις τζούρες και άκουγε μόνο το τσακ τσακ της κάφτρας που καιγόταν.Άφηνε τον καπνό να φεύγει απ τα ρουθούνια του, σαν τον πράσινο δράκο του παραμυθιού. Χαζογέλασε για λίγο.
Η ακριανή πόρτα απέναντι άνοιξε και βγήκε η Ριάνα. Την έβλεπε προφίλ, περπατούσε κατά μήκος της όψης του κτιρίου, ούτε αργά, ούτε γρήγορα. Ούτε βαριεστημένα, ούτε νευρικά. Σταθερά. Κοιτώντας ευθεία.
Οι μυς στο χέρι του ήταν σε ετοιμότητα. Άνοιξε το στόμα, να φωνάξει, να χαιρετίσει.
Η Ριάνα, αφού διένυσε την απόσταση, άνοιξε την επόμενη πόρτα και μπήκε μέσα. Εξαφανίστηκε.
Έμεινε να κοιτάζει απέναντι στην ίδια θέση, ακίνητος, σα μεξικάνος.
-Μπα...τι στο διάολο...
Κενός χρόνος. Είχε και ήλιο, βάραγε κατακούτελα. Έκατσε στο μαντρότοιχο να καπνίσει ένα τσιγάρο. Το συνήθιζε να καλύπτει με τσιγάρα τα κενά χρόνου, προτιμούσε το κάπνισμα σε ώρες ηρεμίας.
Κοιτούσε ατάραχος την όψη του απέναντι κτιρίου, γύρω στα έξι με εφτά μέτρα απόσταση από τον εαυτό του. Τράβούσε τις τζούρες και άκουγε μόνο το τσακ τσακ της κάφτρας που καιγόταν.Άφηνε τον καπνό να φεύγει απ τα ρουθούνια του, σαν τον πράσινο δράκο του παραμυθιού. Χαζογέλασε για λίγο.
Η ακριανή πόρτα απέναντι άνοιξε και βγήκε η Ριάνα. Την έβλεπε προφίλ, περπατούσε κατά μήκος της όψης του κτιρίου, ούτε αργά, ούτε γρήγορα. Ούτε βαριεστημένα, ούτε νευρικά. Σταθερά. Κοιτώντας ευθεία.
Οι μυς στο χέρι του ήταν σε ετοιμότητα. Άνοιξε το στόμα, να φωνάξει, να χαιρετίσει.
Η Ριάνα, αφού διένυσε την απόσταση, άνοιξε την επόμενη πόρτα και μπήκε μέσα. Εξαφανίστηκε.
Έμεινε να κοιτάζει απέναντι στην ίδια θέση, ακίνητος, σα μεξικάνος.
-Μπα...τι στο διάολο...