Tuesday, October 09, 2007

και είπε:

Πήγαινε πέρα δώθε, στριφογυρνούσε, κοιτούσε τους μεγάλους στα μάτια. Ε, αυτοί ή την κοιτάγανε άγρια, ή αδιάφορα, ή σκάγανε κάτι χαζοβιόλικα χαμόγελα:
«Κάτσε φρόνιμα κούκλα μου, θα σε μαλώσει η μαμά!»
Εκείνη δεν απάνταγε, φαίνεται βαριόταν τα πολλά πολλά με τους ξένους.
Τίποτα τον ενδιαφέρον. Όλοι γύρω της καθότανε ακίνητοι, κοιτούσανε κανά ρολόι που και που, μέχρι να έρθει η σειρά τους. Όρεξη που την είχε η πιτσιρίκα, δεν είχε ηρεμία μες την ακινησία της αναμονής, ήταν τόσο μόνη της εκεί μέσα! Κάπως γκρι θα τά ‘λεγα τα χρώματα στην αίθουσα.
Γύρω τριώ χρονώ πρέπει να ήτανε, σαν εκείνα τα μωρά πρότυπα: στρουμπουλούλα, με μάγουλα τσουπωτά, λευκό δέρμα, μαλλάκια ξανθά και μπούκλες. Χαριτωμένες ατίθασες μπούκλες.
Μόνο οι μονότονοι ήχοι των γραφείων ακούγονταν:τηλέφωνα που βαράγανε, πληκτρολόγια, εκτυπωτές και το χρατς χρατς που προκαλούσε η τζουτζούκα με ένα παιχνιδάκι που βασάνιζε στα χέρια της.
Ξαφνικά σταμάτησε,κοίταξε ήρεμα γύρω και είπε :
«σκατά!»
«ιιιιιιιιιιιιιιιιιιι!» έκανε η μάνα της κοκκινίζοντας και όλοι σκάσανε στα γέλια. Όντως σκατά, αλλά φωτίστηκε για λίγο η αίθουσα.

Labels: